- ομαυλία
- ὁμαυλία, ἡ (Α) [όμαυλος (Ι)](ποιητ. τ.) συγκατοίκηση («τὶς λόγῳ... φράσει... ἄταις τε συννόμους βροτῶν συζύγους ὁμαυλίας;», Αισχύλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁμαυλίας — ὁμαυλίᾱς , ὁμαυλία a dwelling together fem acc pl ὁμαυλίᾱς , ὁμαυλία a dwelling together fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμαυλίαν — ὁμαυλίᾱν , ὁμαυλία a dwelling together fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αύλιος — αὔλιος, α, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αυλή ή στο μαντρί 2. φρ. «ἀστὴρ αὔλιος» ο αποσπερίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυλή. Πρέπει να σημειωθεί ότι ορισμένα σύνθετα με β συνθετικό το επίθ. αύλιος συμπίπτουν φωνητικά με αντίστοιχα σύνθετα… … Dictionary of Greek